- αραχνοειδής
- (AM ἀραχνοειδής, -ές)Ι. όμοιος με ιστό αράχνηςνεοελλ.1. «αραχνοειδής χιτώνας» — ο αμφιβληστροειδής του ματιού2. «αραχνοειδής μήνιγξ» — το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλουII. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδήομοταξία των Αρθρόποδων (αράχνες, σκορπιοί, ακάρεα)αρχ.(για τριχοειδή αγγεία, νεύρα κ.λπ.·) λεπτότατος σαν ιστός αράχνης.
Dictionary of Greek. 2013.